- αδιαμέτρητος
- ος , ον неизмеримый, безмерный, неисчислимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιαμέτρητος — η, ο [διαμετρώ] αυτός που δεν καταμετρήθηκε ή που, εξαιτίας τού μεγέθους του, δεν μπορεί να καταμετρηθεί, ανυπολόγιστος, άπειρος, αχανής … Dictionary of Greek
αδιαμέτρητος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί, να υπολογιστεί: Ακόμη και σήμερα το Σύμπαν είναι αδιαμέτρητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)